αγλαΐζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγλαΐζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγλαΐζω [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣlaˈi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλα‐ΐ‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αγλαΐζω, αόρ.: αγλάισα, παθ.φωνή: αγλαΐζομαι, π.αόρ.: αγλαΐστηκα, μτχ.π.π.: αγλαϊσμένος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αγλαός
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγλαΐζω | αγλάιζα | θα αγλαΐζω | να αγλαΐζω | αγλαΐζοντας | |
β' ενικ. | αγλαΐζεις | αγλάιζες | θα αγλαΐζεις | να αγλαΐζεις | αγλάιζε | |
γ' ενικ. | αγλαΐζει | αγλάιζε | θα αγλαΐζει | να αγλαΐζει | ||
α' πληθ. | αγλαΐζουμε | αγλαΐζαμε | θα αγλαΐζουμε | να αγλαΐζουμε | ||
β' πληθ. | αγλαΐζετε | αγλαΐζατε | θα αγλαΐζετε | να αγλαΐζετε | αγλαΐζετε | |
γ' πληθ. | αγλαΐζουν(ε) | αγλάιζαν αγλαΐζαν(ε) |
θα αγλαΐζουν(ε) | να αγλαΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγλάισα | θα αγλαΐσω | να αγλαΐσω | αγλαΐσει | ||
β' ενικ. | αγλάισες | θα αγλαΐσεις | να αγλαΐσεις | αγλάισε | ||
γ' ενικ. | αγλάισε | θα αγλαΐσει | να αγλαΐσει | |||
α' πληθ. | αγλαΐσαμε | θα αγλαΐσουμε | να αγλαΐσουμε | |||
β' πληθ. | αγλαΐσατε | θα αγλαΐσετε | να αγλαΐσετε | αγλαΐστε | ||
γ' πληθ. | αγλάισαν αγλαΐσαν(ε) |
θα αγλαΐσουν(ε) | να αγλαΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγλαΐσει | είχα αγλαΐσει | θα έχω αγλαΐσει | να έχω αγλαΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγλαΐσει | είχες αγλαΐσει | θα έχεις αγλαΐσει | να έχεις αγλαΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγλαΐσει | είχε αγλαΐσει | θα έχει αγλαΐσει | να έχει αγλαΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγλαΐσει | είχαμε αγλαΐσει | θα έχουμε αγλαΐσει | να έχουμε αγλαΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγλαΐσει | είχατε αγλαΐσει | θα έχετε αγλαΐσει | να έχετε αγλαΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγλαΐσει | είχαν αγλαΐσει | θα έχουν αγλαΐσει | να έχουν αγλαΐσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγλαΐζομαι | αγλαϊζόμουν(α) | θα αγλαΐζομαι | να αγλαΐζομαι | ||
β' ενικ. | αγλαΐζεσαι | αγλαϊζόσουν(α) | θα αγλαΐζεσαι | να αγλαΐζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγλαΐζεται | αγλαϊζόταν(ε) | θα αγλαΐζεται | να αγλαΐζεται | ||
α' πληθ. | αγλαϊζόμαστε | αγλαϊζόμαστε αγλαϊζόμασταν |
θα αγλαϊζόμαστε | να αγλαϊζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγλαΐζεστε | αγλαϊζόσαστε αγλαϊζόσασταν |
θα αγλαΐζεστε | να αγλαΐζεστε | (αγλαΐζεστε) | |
γ' πληθ. | αγλαΐζονται | αγλαΐζονταν αγλαϊζόντουσαν |
θα αγλαΐζονται | να αγλαΐζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγλαΐστηκα | θα αγλαϊστώ | να αγλαϊστώ | αγλαϊστεί | ||
β' ενικ. | αγλαΐστηκες | θα αγλαϊστείς | να αγλαϊστείς | αγλαΐσου | ||
γ' ενικ. | αγλαΐστηκε | θα αγλαϊστεί | να αγλαϊστεί | |||
α' πληθ. | αγλαϊστήκαμε | θα αγλαϊστούμε | να αγλαϊστούμε | |||
β' πληθ. | αγλαϊστήκατε | θα αγλαϊστείτε | να αγλαϊστείτε | αγλαϊστείτε | ||
γ' πληθ. | αγλαΐστηκαν αγλαϊστήκαν(ε) |
θα αγλαϊστούν(ε) | να αγλαϊστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγλαϊστεί | είχα αγλαϊστεί | θα έχω αγλαϊστεί | να έχω αγλαϊστεί | αγλαϊσμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγλαϊστεί | είχες αγλαϊστεί | θα έχεις αγλαϊστεί | να έχεις αγλαϊστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγλαϊστεί | είχε αγλαϊστεί | θα έχει αγλαϊστεί | να έχει αγλαϊστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγλαϊστεί | είχαμε αγλαϊστεί | θα έχουμε αγλαϊστεί | να έχουμε αγλαϊστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγλαϊστεί | είχατε αγλαϊστεί | θα έχετε αγλαϊστεί | να έχετε αγλαϊστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγλαϊστεί | είχαν αγλαϊστεί | θα έχουν αγλαϊστεί | να έχουν αγλαϊστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγλαϊσμένος - είμαστε, είστε, είναι αγλαϊσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγλαϊσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγλαϊσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγλαϊσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγλαϊσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγλαϊσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγλαϊσμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγλαΐζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας