Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγλαοί καρποί < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα «ἀγλαοὶ καρποί» → δείτε τις λέξεις αγλαός και καρπός στον πληθυντικό (συγκρίνετε με την ομηρική έκφραση ἀγλαὰ δῶρα)

  Έκφραση επεξεργασία

αγλαοί καρποί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «αγλαός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)