Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.


Δείτε επίσης: αγλαός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγλαός ἀγλαή
ἀγλαός
τὸ ἀγλαόν
      γενική τοῦ ἀγλαοῦ τῆς ἀγλαῆς
ἀγλαοῦ
τοῦ ἀγλαοῦ
      δοτική τῷ ἀγλα τῇ ἀγλα
ἀγλα
τῷ ἀγλα
    αιτιατική τὸν ἀγλαόν τὴν ἀγλαήν
ἀγλαόν
τὸ ἀγλαόν
     κλητική ! ἀγλαέ ἀγλαή
ἀγλαέ
ἀγλαόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγλαοί αἱ ἀγλααί
ἀγλαοί
τὰ ἀγλαᾰ́
      γενική τῶν ἀγλαῶν τῶν ἀγλαῶν
ἀγλαῶν
τῶν ἀγλαῶν
      δοτική τοῖς ἀγλαοῖς ταῖς ἀγλααῖς
ἀγλαοῖς
τοῖς ἀγλαοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀγλαούς τὰς ἀγλαᾱ́ς
ἀγλαούς
τὰ ἀγλαᾰ́
     κλητική ! ἀγλαοί ἀγλααί
ἀγλαοί
ἀγλαᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγλαώ τὼ ἀγλαᾱ́
ἀγλαώ
τὼ ἀγλαώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγλαοῖν τοῖν ἀγλααῖν
ἀγλαοῖν
τοῖν ἀγλαοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
Εξαίρεση: Παρ' όλο που προηγείται της κατάληξης φωνήεν (ἀγλα-),
το θηλυκό είναι σε και όχι στο αναμενόμενο -ά.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγλαός < *ἀγλαϜός. Πιθανόν συνδέεται με το ἀγάλλομαι,[1] γαλήνη. Άλλες προτάσεις: ἀγανός, ἀγαυός.[2]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγλαός, -ή /-ός / -ά, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «αγλαός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.