Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαυός < εκ του ἄγαν, ἄγαμαι, ή γαίω, γάνος
ἀγαυός, -ή, -όν
  • ο λαμπρός, ο επιφανής

Παράγωγα

επεξεργασία