γαίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *geh₂widéh₁yeti < *geh₂u- (χαίρομαι, αναγαλλιάζω), συγγενές του γηθέω, γάνυμαι, γαῦρος κ.λπ.
Ρήμα
επεξεργασίαγαίω (παρατατικός: γαίεσκον)
- είμαι υπερήφανος για κάτι, χαίρομαι, αγάλλομαι. Μόνον στην ομηρική φράση κύδεϊ γαίων στην Ιλιάδα, 1.405, 5.906, 8.51)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 405 ὅς ῥα παρά Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων
- κάθισε δίπλα στο γιο του Κρόνου και περηφανευόταν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 405 ὅς ῥα παρά Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων
Πηγές
επεξεργασία- γαίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.