γηθέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γηθέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαγηθέω
- χαίρομαι, αγάλλομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 486 (στίχοι 486-487)
- τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, | ἐν δ᾽ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ᾽ ἐπεχεύατο φύλλων.
- Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, ένιωσε μέσα του χαρά· | στη μέση ξάπλωσε ρίχνοντας από πάνω του σωρό τα φύλλα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, | ἐν δ᾽ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ᾽ ἐπεχεύατο φύλλων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 559
- πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
- τ᾽ άστρα όλα εφανέρωσε και χαίρονται οι ποιμένες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 279
- ταύτῃ γέγηθα κἀπιλήθομαι κακῶν·
- Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ταύτῃ γέγηθα κἀπιλήθομαι κακῶν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 486 (στίχοι 486-487)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : γᾱθέω
- μεταγενέστεροι τύποι: γήθομαι, γήθω, γάθω
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- δωρικός τύπος : παρατ. ἐγάθεον
- δωρικός τύπος : αόρ. γ' ενικ. γάθησε
- επικός τύπος : αόρ. γήθησα
- δωρικός τύπος : παρακ. γέγᾱθα
- επικός τύπος : υπερσ. γεγήθειν
Πηγές
επεξεργασία- γηθέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γηθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.