πολυγηθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυγηθής, -ής, -ές
- πολύ τερπνός, πολύ χαρούμενος, ευφρόσυνος, γοητευτικός, σαγηνευτικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 450 (450-452)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι | ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα | Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
- Και όταν το τέλος έφεραν οι χαροδότρες ώρες, | δυναστικώς μας κράτησεν εκείνος τον μισθόν μας, | ο πάγκακος και με φρικτές μας έδιωξε φοβέρες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι | ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα | Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 941 (940-942)
- Καδμηὶς δ᾽ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν | μιχθεῖσ᾽ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα, | ἀθάνατον θνητή· νῦν δ᾽ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
- Του Κάδμου η κόρη, η Σεμέλη, στο Δία γέννησε γιο λαμπρό, | σαν έσμιξε ερωτικά μαζί του, τον πολύτερπνο Διόνυσο, | έναν αθάνατο η θνητή. Μα τώρα και οι δυο είναι θεοί.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Καδμηὶς δ᾽ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν | μιχθεῖσ᾽ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα, | ἀθάνατον θνητή· νῦν δ᾽ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 450 (450-452)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυγηθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυγηθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.