Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυγηθής τὸ πολυγηθές
      γενική τοῦ/τῆς πολυγηθοῦς τοῦ πολυγηθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πολυγηθεῖ τῷ πολυγηθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυγηθ τὸ πολυγηθές
     κλητική ! πολυγηθές πολυγηθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυγηθεῖς τὰ πολυγηθ
      γενική τῶν πολυγηθῶν τῶν πολυγηθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυγηθέσ(ν) τοῖς πολυγηθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυγηθεῖς τὰ πολυγηθ
     κλητική ! πολυγηθεῖς πολυγηθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυγηθεῖ τὼ πολυγηθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πολυγηθοῖν τοῖν πολυγηθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυγηθής < πολυ- + γηθέω

  Επίθετο επεξεργασία

πολυγηθής, -ής, -ές

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία