Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαγηνευτικός
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
σαγηνευτικ
ός
σαγηνευτικ
ή
σαγηνευτικ
ό
γενική
σαγηνευτικ
ού
σαγηνευτικ
ής
σαγηνευτικ
ού
αιτιατική
σαγηνευτικ
ό
σαγηνευτικ
ή
σαγηνευτικ
ό
κλητική
σαγηνευτικ
έ
σαγηνευτικ
ή
σαγηνευτικ
ό
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
σαγηνευτικ
οί
σαγηνευτικ
ές
σαγηνευτικ
ά
γενική
σαγηνευτικ
ών
σαγηνευτικ
ών
σαγηνευτικ
ών
αιτιατική
σαγηνευτικ
ούς
σαγηνευτικ
ές
σαγηνευτικ
ά
κλητική
σαγηνευτικ
οί
σαγηνευτικ
ές
σαγηνευτικ
ά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
σαγηνευτικός
<
σαγηνευτής
Επίθετο
Επεξεργασία
σαγηνευτικός -ή -ό
που
σαγηνεύει
σαγηνευτικό
χαμόγελο
Συνώνυμα
Επεξεργασία
γοητευτικός
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
σαγήνη
σαγήνεμα
σαγηνευτής
,
σαγηνεύτρα
σαγηνεύω
σαγηνευτικά
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
σαγηνευτικός
αγγλικά
:
ravishing
(en)
,
beguiling
(en)
γαλλικά
:
alléchant
(fr)
,
séduisant
(fr)