σαγηνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαγηνεύω < αρχαία ελληνική σαγηνεύω < σαγήνη
Ρήμα
επεξεργασίασαγηνεύω
- θέλγω, γοητεύω, μαγεύω, ξελογιάζω
- Ο ίδιος χάζευε το όργωμα, τα βόδια ή τ' άλογα που έσερναν πίσω τους το ξύλινο αλέτρι και αυλάκωναν το χώμα· το συγκεκριμένο θέαμα τον σαγήνευε και τον συγκινούσε. (*)
- Με την ομορφιά της σαγήνεψε τον έρωτα προκαλώντας τη ζηλοτυπία της Αφροδίτης, με την βοήθεια του Ζέφυρου μεταφέρθηκε σε μια ανθισμένη κοιλάδα, όπου σε ένα ονειρικό ανάκτορο συναντούσε κάθε βράδυ τον εραστή της, τον οποίο δεν έπρεπε όμως να δει. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαγήνη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαγηνεύω | σαγήνευα | θα σαγηνεύω | να σαγηνεύω | σαγηνεύοντας | |
β' ενικ. | σαγηνεύεις | σαγήνευες | θα σαγηνεύεις | να σαγηνεύεις | σαγήνευε | |
γ' ενικ. | σαγηνεύει | σαγήνευε | θα σαγηνεύει | να σαγηνεύει | ||
α' πληθ. | σαγηνεύουμε | σαγηνεύαμε | θα σαγηνεύουμε | να σαγηνεύουμε | ||
β' πληθ. | σαγηνεύετε | σαγηνεύατε | θα σαγηνεύετε | να σαγηνεύετε | σαγηνεύετε | |
γ' πληθ. | σαγηνεύουν(ε) | σαγήνευαν σαγηνεύαν(ε) |
θα σαγηνεύουν(ε) | να σαγηνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαγήνεψα | θα σαγηνέψω | να σαγηνέψω | σαγηνέψει | ||
β' ενικ. | σαγήνεψες | θα σαγηνέψεις | να σαγηνέψεις | σαγήνεψε | ||
γ' ενικ. | σαγήνεψε | θα σαγηνέψει | να σαγηνέψει | |||
α' πληθ. | σαγηνέψαμε | θα σαγηνέψουμε | να σαγηνέψουμε | |||
β' πληθ. | σαγηνέψατε | θα σαγηνέψετε | να σαγηνέψετε | σαγηνέψτε | ||
γ' πληθ. | σαγήνεψαν σαγηνέψαν(ε) |
θα σαγηνέψουν(ε) | να σαγηνέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαγηνέψει | είχα σαγηνέψει | θα έχω σαγηνέψει | να έχω σαγηνέψει | ||
β' ενικ. | έχεις σαγηνέψει | είχες σαγηνέψει | θα έχεις σαγηνέψει | να έχεις σαγηνέψει | ||
γ' ενικ. | έχει σαγηνέψει | είχε σαγηνέψει | θα έχει σαγηνέψει | να έχει σαγηνέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαγηνέψει | είχαμε σαγηνέψει | θα έχουμε σαγηνέψει | να έχουμε σαγηνέψει | ||
β' πληθ. | έχετε σαγηνέψει | είχατε σαγηνέψει | θα έχετε σαγηνέψει | να έχετε σαγηνέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαγηνέψει | είχαν σαγηνέψει | θα έχουν σαγηνέψει | να έχουν σαγηνέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαγηνεύω < σαγήνη
Ρήμα
επεξεργασίασαγηνεύω
- ψαρεύω με σαγήνη
- (μεταφορικά) αιχμαλωτίζω, παγιδεύω
- (κατ’ επέκταση) διώχνω τους ανθρώπους, ερημώνω