Ετυμολογία

επεξεργασία
θέλγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θέλγω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθel.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θέλ‐γω

θέλγω (παθητική φωνή: θέλγομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέλγω < λείπει η ετυμολογία

θέλγω

  1. κάνω μάγια, μαγεύω
  2. προκαλώ κάτι με μαγικά
  3. εξαπατώ
  4. πείθω

Συγγενικά

επεξεργασία