Ετυμολογία

επεξεργασία
παγιδεύω < (ελληνιστική κοινή) παγιδεύω < αρχαία ελληνική παγίς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʝiˈðe.vo/

παγιδεύω, πρτ.: παγίδευα, στ.μέλλ.: θα παγιδεύσω και παγιδέψω, αόρ.: παγίδευσα και παγίδεψα, παθ.φωνή: παγιδεύομαι, μτχ.π.π.: παγιδευμένος

  1. (για ζώα ή ανθρώπους) οδηγώ κάποιον που καταδιώκω σε μια παγίδα και τον συλλαμβάνω
    ⮡  οι λαθροθήρες παγίδευσαν μια αρκούδα
  2. (μεταφορικά) ενεργώ έτσι, ώστε κάποιος να μην έχει δυνατότητα αντίδρασης και τον ωθώ έτσι σε λανθασμένες ενέργειες
    ⮡  η άλλη πλευρά προσπάθησε κατά τις διαπραγματεύσεις να μας παγιδεύσει με νομικίστικα τερτίπια
  3. προετοιμάζω και τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
    ⮡  είχαν παγιδεύσει την πόρτα με εκρηκτικά
    ⮡  η γυναίκα του τον κατηγορούσε ότι είχε παγιδεύσει το τηλέφωνό της για να την παρακολουθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία