Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγιδευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παγιδευμέν
ος
η
παγιδευμέν
η
το
παγιδευμέν
ο
γενική
του
παγιδευμέν
ου
της
παγιδευμέν
ης
του
παγιδευμέν
ου
αιτιατική
τον
παγιδευμέν
ο
την
παγιδευμέν
η
το
παγιδευμέν
ο
κλητική
παγιδευμέν
ε
παγιδευμέν
η
παγιδευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παγιδευμέν
οι
οι
παγιδευμέν
ες
τα
παγιδευμέν
α
γενική
των
παγιδευμέν
ων
των
παγιδευμέν
ων
των
παγιδευμέν
ων
αιτιατική
τους
παγιδευμέν
ους
τις
παγιδευμέν
ες
τα
παγιδευμέν
α
κλητική
παγιδευμέν
οι
παγιδευμέν
ες
παγιδευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγιδευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παγιδεύω
Μετοχή
επεξεργασία
παγιδευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παγιδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγιδευμένος
γαλλικά
:
piégé
(fr)