Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγιδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος παγιδεύω

  Ρήμα επεξεργασία

παγιδεύομαι

→ δείτε τη λέξη παγιδεύω