Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trap traps

trap (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας trap
γ΄ ενικό ενεστώτα traps
αόριστος trapped
παθητική μετοχή trapped
ενεργητική μετοχή trapping

trap (en)