Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας rig
γ΄ ενικό ενεστώτα rigs
αόριστος rigged
παθητική μετοχή rigged
ενεργητική μετοχή rigging

  Ρήμα επεξεργασία

rig (en)

  • παγιδεύω, τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
    They had rigged the door with explosives.
    Είχαν παγιδεύσει την πόρτα με εκρηκτικά.