frame
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
frame | frames |
frame (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | frame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frames |
αόριστος | framed |
παθητική μετοχή | framed |
ενεργητική μετοχή | framing |
frame (en)
- επινοώ, σκαρώνω
- αρθρώνω
- πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω
- ↪ I framed my degree. - καδράρισα το πτυχίο του
- καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
- ↪ He framed the shot first and then he started filming.
- Kαδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
- ↪ He framed the shot first and then he started filming.
- στην αργκό: στήνω, νοθεύω, σκευωρώ