Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frame frames

frame (en)

  1. ο σκελετός
  2. το πλαίσιο, η κορνίζα, το κάδρο
    ⮡  the frame of a picture - το πλαίσιο μιας φωτογραφίας
    ⮡  picture frames - κορνίζες φωτογραφιών
    ⮡  Lower the frame a little more.
    Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
  3. η διάθεση, η κατάσταση
ενεστώτας frame
γ΄ ενικό ενεστώτα frames
αόριστος framed
παθητική μετοχή framed
ενεργητική μετοχή framing

frame (en)

  1. επινοώ, σκαρώνω
  2. αρθρώνω
  3. πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω
    ⮡  I framed my degree. - καδράρισα το πτυχίο του
  4. καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
    ⮡  He framed the shot first and then he started filming.
    Kαδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
  5. στην αργκό: στήνω, νοθεύω, σκευωρώ