Ετυμολογία

επεξεργασία
κορνιζάρω < ουσιαστικό κορνίζα + επίθημα -άρω

κορνιζάρω

  • τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία μέσα σε κορνίζα

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία