Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαισιώνω < αρχαία ελληνικήπλαίσιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ple.siˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

πλαισιώνω

  1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο
     συνώνυμα: περιβάλλω
  2. βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
  3. (για ανθρώπους) εργάζομαι ή δρω σαν συνεργάτης ή βοηθός κάποιου άλλου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία