Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γοητευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γοητευτικ
ός
η
γοητευτικ
ή
το
γοητευτικ
ό
γενική
του
γοητευτικ
ού
της
γοητευτικ
ής
του
γοητευτικ
ού
αιτιατική
τον
γοητευτικ
ό
τη
γοητευτικ
ή
το
γοητευτικ
ό
κλητική
γοητευτικ
έ
γοητευτικ
ή
γοητευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γοητευτικ
οί
οι
γοητευτικ
ές
τα
γοητευτικ
ά
γενική
των
γοητευτικ
ών
των
γοητευτικ
ών
των
γοητευτικ
ών
αιτιατική
τους
γοητευτικ
ούς
τις
γοητευτικ
ές
τα
γοητευτικ
ά
κλητική
γοητευτικ
οί
γοητευτικ
ές
γοητευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γοητευτικός
<
γοητεύω
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɣo.i.te.ftiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
γοητευτικός -ή -ό
που έχει
γοητεία
, που
γοητεύει
ή προσπαθεί να γοητεύσει
γοητευτικό
χαμόγελο
Συνώνυμα
επεξεργασία
σαγηνευτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γοητευτικός
αγγλικά
:
charming
(en)
γαλλικά
:
charmant
(fr)
παλαιά γαλλικά
:
delitable
εσπεράντο
:
ĉarma
(eo)