πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γοητεία οι γοητείες
      γενική της γοητείας των γοητειών
    αιτιατική τη γοητεία τις γοητείες
     κλητική γοητεία γοητείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γοητεία θηλυκό

  1. η ιδιαίτερη δύναμη που έχει η ακτινοβολία και η χάρη της ομορφιάς ενός προσώπου και η έλξη που προκαλεί
     συνώνυμα: σαγήνη
  2. (συνεκδοχικά) κάθε χαρακτηριστικό που έχει την προηγούμενη δύναμη
     συνώνυμα: θέλγητρο
  3. πράξη που δεν εξηγείται λογικά και επηρεάζει τη θέληση των άλλων
     συνώνυμα: μάγεμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία