θέλγητρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέλγητρο | τα | θέλγητρα |
γενική | του | θελγήτρου | των | θελγήτρων |
αιτιατική | το | θέλγητρο | τα | θέλγητρα |
κλητική | θέλγητρο | θέλγητρα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θέλγητρο < (λόγιο) αρχαία ελληνική θέλγητρον[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθɛl.ɣi.tɾɔ/
- συλλαβισμός : θέλ‐γη‐τρο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θέλγητρο ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμεύει στο να προκαλείται έλξη, γοητεία, ή ενδιαφέρον (κατά κανόνα ερωτικό)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θέλγητρο
Επεξεργασία
- ↑ «θέλγητρο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.