Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ĉarma
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ĉarma
<
ĉarm
+
-a
Επίθετο
επεξεργασία
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ĉarma
ĉarmaj
αιτιατική
ĉarman
ĉarmajn
ĉarma
(eo)
γοητευτικός