ĉarma
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarma | ĉarmaj |
αιτιατική | ĉarman | ĉarmajn |
ĉarma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarma | ĉarmaj |
αιτιατική | ĉarman | ĉarmajn |
ĉarma (eo)