Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉarm- < γαλλική charme, αγγλική charm

  Ρίζα επεξεργασία

ĉarm- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: γοητεία

Παράγωγα επεξεργασία