ĉarmeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarmeco | ĉarmecoj |
αιτιατική | ĉarmecon | ĉarmecojn |
ĉarmeco (eo)
- η γοητεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarmeco | ĉarmecoj |
αιτιατική | ĉarmecon | ĉarmecojn |
ĉarmeco (eo)