Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαγηνευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σαγηνευτ
ής
οι
σαγηνευτ
ές
γενική
του
σαγηνευτ
ή
των
σαγηνευτ
ών
αιτιατική
τον
σαγηνευτ
ή
τους
σαγηνευτ
ές
κλητική
σαγηνευτ
ή
σαγηνευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαγηνευτής
<
σαγηνεύω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαγηνευτής
αρσενικό
,
σαγηνεύτρια
θηλυκό
αυτός που
σαγηνεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαγηνευτής