beguiling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαbeguiling < beguile
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbeguiling (en)
- γοητευτικός, μαγευτικός, σαγηνευτικός
- his beguiling personality made me fall in love with him - η σαγηνευτική του προσωπικότητα με έκανε να τον ερωτευτώ
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbeguiling (en)