σαγηνευτικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
σαγηνευτικά < σαγηνευτικός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
σαγηνευτικά
- κατά τρόπο που σαγηνεύει
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σαγηνευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σαγηνευτικά
- σαγηνευτικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού