↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερπνός η τερπνή το τερπνό
      γενική του τερπνού της τερπνής του τερπνού
    αιτιατική τον τερπνό την τερπνή το τερπνό
     κλητική τερπνέ τερπνή τερπνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερπνοί οι τερπνές τα τερπνά
      γενική των τερπνών των τερπνών των τερπνών
    αιτιατική τους τερπνούς τις τερπνές τα τερπνά
     κλητική τερπνοί τερπνές τερπνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερπνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τερπνός < τέρπω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teɾˈpnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τερ‐πνός

  Επίθετο

επεξεργασία

τερπνός, -ή, -ό

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέρπω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τερπνός τερπνή τὸ τερπνόν
      γενική τοῦ τερπνοῦ τῆς τερπνῆς τοῦ τερπνοῦ
      δοτική τῷ τερπν τῇ τερπν τῷ τερπν
    αιτιατική τὸν τερπνόν τὴν τερπνήν τὸ τερπνόν
     κλητική ! τερπνέ τερπνή τερπνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τερπνοί αἱ τερπναί τὰ τερπνᾰ́
      γενική τῶν τερπνῶν τῶν τερπνῶν τῶν τερπνῶν
      δοτική τοῖς τερπνοῖς ταῖς τερπναῖς τοῖς τερπνοῖς
    αιτιατική τοὺς τερπνούς τὰς τερπνᾱ́ς τὰ τερπνᾰ́
     κλητική ! τερπνοί τερπναί τερπνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τερπνώ τὼ τερπνᾱ́ τὼ τερπνώ
      γεν-δοτ τοῖν τερπνοῖν τοῖν τερπναῖν τοῖν τερπνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερπνός < τέρπ(ω) + -νός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

τερπνός, -ή, -όν, συγκριτικός: τερπνότερος, υπερθετικός:  τερπνότατος/τέρπνιστος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τέρπω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.