τέρψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τέρψη | οι | τέρψεις |
γενική | της | τέρψης* | των | τέρψεων |
αιτιατική | την | τέρψη | τις | τέρψεις |
κλητική | τέρψη | τέρψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τέρψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέρψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρ(ψις) + -ψη < τέρπ(ω) + -σις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈteɾ.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέρ‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέρψη θηλυκό
- ευχαρίστηση, ηδονή, διασκέδαση, ψυχαγωγία
- ※ Η σιωπή και το γέλιο μιας κοπέλας / Η ξανθή μοναξιά του τοπίου / Η γλυκύτατη πείρα η δόξα η τέρψη / Του ήλιου που μεσουρανεί
Συγγενικά
επεξεργασίαμε τερψ-
και δείτε
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέρψη
Πηγές
επεξεργασία- τέρψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τέρψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)