Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερψιλαρύγγιος η τερψιλαρύγγια το τερψιλαρύγγιο
      γενική του τερψιλαρύγγιου της τερψιλαρύγγιας του τερψιλαρύγγιου
    αιτιατική τον τερψιλαρύγγιο την τερψιλαρύγγια το τερψιλαρύγγιο
     κλητική τερψιλαρύγγιε τερψιλαρύγγια τερψιλαρύγγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερψιλαρύγγιοι οι τερψιλαρύγγιες τα τερψιλαρύγγια
      γενική των τερψιλαρύγγιων των τερψιλαρύγγιων των τερψιλαρύγγιων
    αιτιατική τους τερψιλαρύγγιους τις τερψιλαρύγγιες τα τερψιλαρύγγια
     κλητική τερψιλαρύγγιοι τερψιλαρύγγιες τερψιλαρύγγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερψιλαρύγγιος < τέρπω + λάρυγγας + -ίος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teɾ.psi.laˈɾiŋ.ɟi.os/

  Επίθετο επεξεργασία

τερψιλαρύγγιος, -α, -ο

  • (λόγιο) που έχει ωραία γεύση
    ※  Η ζεστή νύχτα, ο τερψιλαρύγγιος οίνος και οι μουσικές νότες που ταξίδευαν στην έναστρη νύχτα βοηθούσαν την αβίαστη συζήτηση (Διαβάζω, τεύχη 469-470, 2006, σελ. 96)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία