εύγευστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
εύγευστος, -η, -ο
- ευχάριστος στη γεύση, νόστιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εύγευστος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εύγευστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας