delicious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | delicious |
συγκριτικός | more delicious |
υπερθετικός | most delicious |
Επίθετο
επεξεργασίαdelicious (en)
- νόστιμος, εύγευστος, ορεκτικός
- ⮡ The chicken was very delicious.
- Το κοτόπουλο ήταν πολύ νόστιμο.
- ≈ συνώνυμα: tasty, appetizing, delectable, mouthwatering, palatable, savory, yummy
- ⮡ The chicken was very delicious.