Δείτε επίσης: ὀρεκτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορεκτικός η ορεκτική το ορεκτικό
      γενική του ορεκτικού της ορεκτικής του ορεκτικού
    αιτιατική τον ορεκτικό την ορεκτική το ορεκτικό
     κλητική ορεκτικέ ορεκτική ορεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορεκτικοί οι ορεκτικές τα ορεκτικά
      γενική των ορεκτικών των ορεκτικών των ορεκτικών
    αιτιατική τους ορεκτικούς τις ορεκτικές τα ορεκτικά
     κλητική ορεκτικοί ορεκτικές ορεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρεκτικός < ὀρέγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾe.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρε‐κτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ορεκτικός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί την επιθυμία για (το κανονικό) φαγητό (που έπεται), που ανοίγει την όρεξη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ορεκτικό
  3. (σπάνιο) που συμβάλλει στην καταπολέμηση της ανορεξίας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία