ορεκτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορεκτικό | τα | ορεκτικά |
γενική | του | ορεκτικού | των | ορεκτικών |
αιτιατική | το | ορεκτικό | τα | ορεκτικά |
κλητική | ορεκτικό | ορεκτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορεκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ορεκτικός < αρχαία ελληνική ὀρεκτικός < ὀρέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾe.ktiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρε‐κτι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορεκτικό ουδέτερο
- οτιδήποτε τρώγεται πριν από το κανονικό φαγητό, προκειμένου ν’ ανοίξει η όρεξη
- (σπάνιο) φάρμακο για την καταπολέμηση της ανορεξίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που τρώγεται πριν από το κανονικό φαγητό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαορεκτικό