Ετυμολογία

επεξεργασία

ορέγομαι, π.πρτ.: ορεγόμουν, π.αόρ.: ορέχτηκα (αποθετικό ρήμα) και ορέγω

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία