ορέγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορέγομαι < αρχαία ελληνική ὀρέγομαι, παθητική φωνή του ρήματος ὀρέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈɾe.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρέ‐γο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαορέγομαι, π.πρτ.: ορεγόμουν, π.αόρ.: ορέχτηκα (αποθετικό ρήμα) και ορέγω
Συγγενικά
επεξεργασία- ανόρεξα
- ανορεξιά
- ανορεξία
- ανόρεχτος / ανόρεκτος, ανόρεξος
- ορεξάτα
- ορεξάτος
- όρεξη
- ορεκτικό / ορεχτικό
- ορεκτικός / ορεχτικός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορέγομαι | ορεγόμουν(α) | θα ορέγομαι | να ορέγομαι | ||
β' ενικ. | ορέγεσαι | ορεγόσουν(α) | θα ορέγεσαι | να ορέγεσαι | (ορέγου) | |
γ' ενικ. | ορέγεται | ορεγόταν(ε) | θα ορέγεται | να ορέγεται | ||
α' πληθ. | ορεγόμαστε | ορεγόμαστε ορεγόμασταν |
θα ορεγόμαστε | να ορεγόμαστε | ||
β' πληθ. | ορέγεστε | ορεγόσαστε ορεγόσασταν |
θα ορέγεστε | να ορέγεστε | (ορέγεστε) | |
γ' πληθ. | ορέγονται | ορέγονταν ορεγόντουσαν |
θα ορέγονται | να ορέγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορέχτηκα | θα ορεχτώ | να ορεχτώ | ορεχτεί | ||
β' ενικ. | ορέχτηκες | θα ορεχτείς | να ορεχτείς | ορέξου | ||
γ' ενικ. | ορέχτηκε | θα ορεχτεί | να ορεχτεί | |||
α' πληθ. | ορεχτήκαμε | θα ορεχτούμε | να ορεχτούμε | |||
β' πληθ. | ορεχτήκατε | θα ορεχτείτε | να ορεχτείτε | ορεχτείτε | ||
γ' πληθ. | ορέχτηκαν ορεχτήκαν(ε) |
θα ορεχτούν(ε) | να ορεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ορεχτεί | είχα ορεχτεί | θα έχω ορεχτεί | να έχω ορεχτεί | ||
β' ενικ. | έχεις ορεχτεί | είχες ορεχτεί | θα έχεις ορεχτεί | να έχεις ορεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ορεχτεί | είχε ορεχτεί | θα έχει ορεχτεί | να έχει ορεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ορεχτεί | είχαμε ορεχτεί | θα έχουμε ορεχτεί | να έχουμε ορεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ορεχτεί | είχατε ορεχτεί | θα έχετε ορεχτεί | να έχετε ορεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ορεχτεί | είχαν ορεχτεί | θα έχουν ορεχτεί | να έχουν ορεχτεί |