ορεξάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορεξάτος | η | ορεξάτη | το | ορεξάτο |
γενική | του | ορεξάτου | της | ορεξάτης | του | ορεξάτου |
αιτιατική | τον | ορεξάτο | την | ορεξάτη | το | ορεξάτο |
κλητική | ορεξάτε | ορεξάτη | ορεξάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορεξάτοι | οι | ορεξάτες | τα | ορεξάτα |
γενική | των | ορεξάτων | των | ορεξάτων | των | ορεξάτων |
αιτιατική | τους | ορεξάτους | τις | ορεξάτες | τα | ορεξάτα |
κλητική | ορεξάτοι | ορεξάτες | ορεξάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαορεξάτος
- που έχει όρεξη για κάτι
- που ορέγεται το φαγητό
- (κατ’ επέκταση) που επιθυμεί κάτι
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σε καλή διάθεση
- (ειρωνικό) που ετοιμάζεται για καβγά