disposé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | disposé | disposés |
θηλυκό | disposée | disposées |
disposé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | disposé | disposés |
θηλυκό | disposée | disposées |
disposé (fr)