ετοιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιμάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος ετοιμάζω
Ρήμα
επεξεργασίαετοιμάζομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ετοιμάζομαι | ετοιμαζόμουν(α) | θα ετοιμάζομαι | να ετοιμάζομαι | ||
β' ενικ. | ετοιμάζεσαι | ετοιμαζόσουν(α) | θα ετοιμάζεσαι | να ετοιμάζεσαι | (ετοιμάζου) | |
γ' ενικ. | ετοιμάζεται | ετοιμαζόταν(ε) | θα ετοιμάζεται | να ετοιμάζεται | ||
α' πληθ. | ετοιμαζόμαστε | ετοιμαζόμαστε ετοιμαζόμασταν |
θα ετοιμαζόμαστε | να ετοιμαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ετοιμάζεστε | ετοιμαζόσαστε ετοιμαζόσασταν |
θα ετοιμάζεστε | να ετοιμάζεστε | (ετοιμάζεστε) | |
γ' πληθ. | ετοιμάζονται | ετοιμάζονταν ετοιμαζόντουσαν |
θα ετοιμάζονται | να ετοιμάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ετοιμάστηκα | θα ετοιμαστώ | να ετοιμαστώ | ετοιμαστεί | ||
β' ενικ. | ετοιμάστηκες | θα ετοιμαστείς | να ετοιμαστείς | ετοιμάσου | ||
γ' ενικ. | ετοιμάστηκε | θα ετοιμαστεί | να ετοιμαστεί | |||
α' πληθ. | ετοιμαστήκαμε | θα ετοιμαστούμε | να ετοιμαστούμε | |||
β' πληθ. | ετοιμαστήκατε | θα ετοιμαστείτε | να ετοιμαστείτε | ετοιμαστείτε | ||
γ' πληθ. | ετοιμάστηκαν ετοιμαστήκαν(ε) |
θα ετοιμαστούν(ε) | να ετοιμαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ετοιμαστεί | είχα ετοιμαστεί | θα έχω ετοιμαστεί | να έχω ετοιμαστεί | ετοιμασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ετοιμαστεί | είχες ετοιμαστεί | θα έχεις ετοιμαστεί | να έχεις ετοιμαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ετοιμαστεί | είχε ετοιμαστεί | θα έχει ετοιμαστεί | να έχει ετοιμαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ετοιμαστεί | είχαμε ετοιμαστεί | θα έχουμε ετοιμαστεί | να έχουμε ετοιμαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ετοιμαστεί | είχατε ετοιμαστεί | θα έχετε ετοιμαστεί | να έχετε ετοιμαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ετοιμαστεί | είχαν ετοιμαστεί | θα έχουν ετοιμαστεί | να έχουν ετοιμαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετοιμάζομαι