↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμασμένος η ετοιμασμένη το ετοιμασμένο
      γενική του ετοιμασμένου της ετοιμασμένης του ετοιμασμένου
    αιτιατική τον ετοιμασμένο την ετοιμασμένη το ετοιμασμένο
     κλητική ετοιμασμένε ετοιμασμένη ετοιμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμασμένοι οι ετοιμασμένες τα ετοιμασμένα
      γενική των ετοιμασμένων των ετοιμασμένων των ετοιμασμένων
    αιτιατική τους ετοιμασμένους τις ετοιμασμένες τα ετοιμασμένα
     κλητική ετοιμασμένοι ετοιμασμένες ετοιμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετοιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ετοιμάζω, ετοιμάζομαι

ετοιμασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ετοιμάζομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία