Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετοιμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετοιμασμέν
ος
η
ετοιμασμέν
η
το
ετοιμασμέν
ο
γενική
του
ετοιμασμέν
ου
της
ετοιμασμέν
ης
του
ετοιμασμέν
ου
αιτιατική
τον
ετοιμασμέν
ο
την
ετοιμασμέν
η
το
ετοιμασμέν
ο
κλητική
ετοιμασμέν
ε
ετοιμασμέν
η
ετοιμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετοιμασμέν
οι
οι
ετοιμασμέν
ες
τα
ετοιμασμέν
α
γενική
των
ετοιμασμέν
ων
των
ετοιμασμέν
ων
των
ετοιμασμέν
ων
αιτιατική
τους
ετοιμασμέν
ους
τις
ετοιμασμέν
ες
τα
ετοιμασμέν
α
κλητική
ετοιμασμέν
οι
ετοιμασμέν
ες
ετοιμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετοιμασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ετοιμάζω
,
ετοιμάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
ετοιμασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ετοιμάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετοιμασμένος
γαλλικά
:
préparé
(fr)