Δείτε επίσης: Καλή

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
καλή < θηλυκό γένος του επιθέτου καλός (βλ. παρακάτω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλή οι καλές
      γενική της καλής των καλών
    αιτιατική την καλή τις καλές
     κλητική καλή καλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καλή θηλυκό

  • η πλευρά ενός υφάσματος, ρούχου ή γενικά επίπεδου αντικειμένου που θεωρείται ότι είναι η εξωτερική
     αντώνυμα: ανάποδη

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
καλή : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καλή

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

Παρώνυμα

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καλή