καλές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καλές | οι | καλέδες |
γενική | του | καλέ | των | καλέδων |
αιτιατική | τον | καλέ | τους | καλέδες |
κλητική | καλέ | καλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλές < οθωμανική τουρκική قلعه (kal'a) < αραβική قلعة (qalʕa, οχυρό)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λές
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλές αρσενικό
- (ιδιωματικό) το κάστρο, το φρούριο
- ※ Όταν έπεσε η Πόλη και την πήρανε οι Τούρκοι, η Αρακλειά δεν παραδόθηκε και βάσταξε εφτά χρόνια, γιατί είχε γερούς καλέδες.
- Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος. «Παραδόσεις: Η Αρακλειά (Ηράκλεια) Προποντίδος», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμ. Α′, 1934, σελ. 60
- ※ Όταν έπεσε η Πόλη και την πήρανε οι Τούρκοι, η Αρακλειά δεν παραδόθηκε και βάσταξε εφτά χρόνια, γιατί είχε γερούς καλέδες.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλή