Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάποδη < θηλυκό του ανάποδος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈna.po.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐πο‐δη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάποδη θηλυκό

  1. πλευρά ή όψη ενός αντικειμένου ή μίας κατάστασης που είναι αντίθετα ή ανάποδα από αυτήν που θεωρείται κανονική
     αντώνυμα: καλή
  2. η πάνω πλευρά της παλάμης
    ※  Σκούπισε το κούτελό του με την ανάποδη.' (Νίκος Καββαδίας, ποίημα Βάρδια)
  3. χαστούκι με την ανάστροφη της παλάμης
    ⮡  να σου ρίξω καμιά ανάποδη, να σου πω εγώ!
  4. (μεταφορικά) ο δαρμός, ο ξυλοδαρμός, το ξύλο, το μπερντάχι
    ⮡  άρπαξε κάτι ανάποδες!

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανάποδη