ανάποδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈna.po.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐πο‐δη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάποδη θηλυκό
- πλευρά ή όψη ενός αντικειμένου ή μίας κατάστασης που είναι αντίθετα ή ανάποδα από αυτήν που θεωρείται κανονική
- η πάνω πλευρά της παλάμης
- ※ Σκούπισε το κούτελό του με την ανάποδη.' (Νίκος Καββαδίας, ποίημα Βάρδια)
- χαστούκι με την ανάστροφη της παλάμης
- ↪ να σου ρίξω καμιά ανάποδη, να σου πω εγώ!
- (μεταφορικά) ο δαρμός, ο ξυλοδαρμός, το ξύλο, το μπερντάχι
- ↪ άρπαξε κάτι ανάποδες!
Εκφράσεις επεξεργασία
- παίρνω ανάποδες (στροφές): χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανάποδη