↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάστροφος η ανάστροφη το ανάστροφο
      γενική του ανάστροφου της ανάστροφης του ανάστροφου
    αιτιατική τον ανάστροφο την ανάστροφη το ανάστροφο
     κλητική ανάστροφε ανάστροφη ανάστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάστροφοι οι ανάστροφες τα ανάστροφα
      γενική των ανάστροφων των ανάστροφων των ανάστροφων
    αιτιατική τους ανάστροφους τις ανάστροφες τα ανάστροφα
     κλητική ανάστροφοι ανάστροφες ανάστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάστροφος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάστροφος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανάστροφος

  1. ανάποδη, αντίθετη, αντίστροφη
    ανάστροφη ακμή στη δερματολογία καλείται η πυώδης ιδρωταδενίτιδα, για κύστες στην περιοχή των γεννητικων οργάνων αλλά και στις μασχάλες
    ο ανάστροφος πταρμός στα σκυλιά (το ανάποδο φτέρνισμα), είναι μια ηχηρή προσπάθεια εισπνοής, που συνήθως είναι ακίνδυνη αλλά τρομοκρατεί το αφεντικό του σκύλου
    η τουρκική φρεγάτα πέρασε από την ανατολική Αττικη και έξω από Σούνια έκανα αναστροφή και ακολουθώντας την ίδια ανάστροφη πορεία ξαναπέρασε από τα ανατολικά της Αττικής, τη Ραφήνα και μετά απομακρύνθηκε (δημοσίευμα στις 2/3/2010)
  2. η πίσω μεριά ενός αντικειμένου, μέλους του σώματος, η ανάποδη πλευρά από εκείνη που λέμε καλή, δηλαδή από εκείνη που έχουμε συνηθίσει να είναι ορατή ή να χρησιμοποιείται
    ανάστροφη όψη χαρτιού, ανάστροφη πλευρά (η πίσω όψη, η κάτω όψη)



Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (παρωχημένο) του έδωσε μια ανάστροφη : του έδωσε μια ανάποδη, ένα ανάποδο χαστούκι (όπου το ανάστροφη και το ανάποδη χρησιμοποιείτο ως ουσιαστικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία