αναστρέψιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστρέψιμος < (αναστρέφω) θέμα αναστρεπ- + -σιμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réversible[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈstɾe.psi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στρέ‐ψι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίααναστρέψιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αναστραφεί, να διορθωθεί
- ⮡ Μη στενοχωριέστε, η βλάβη των οργάνων του πατέρα σας δεν είναι μη αναστρέψιμη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναστρέψιμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναστρέψιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας