αναστρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναστρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναστρέφω
Ρήμα
επεξεργασία
αναστρέφομαι
- αναποδογυρίζομαι
- επιστρέφω στην προηγούμενη ομαλή κατάσταση, διορθώνομαι
- είναι δύσκολο να αναστραφεί το δυσμενές εις βάρος μας κλίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναστρέφομαι
|