reverse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- reverse < αγγλονορμανδική reverser < μέση γαλλική reverser < λατινική reverso < re- (ξανά) + verso (στρέφω)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαreverse (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαreverse (en)
- (μόνο ενικός, the reverse) το αντίστροφο από αυτό που μόλις αναφέρθηκε
- (μόνο ενικός, the reverse) η ανάποδη, το πίσω μέρος
- (μη μετρήσιμο) η όπισθεν, η θέση που πρέπει να έχει ο μοχλός ταχυτήτων ενός οχήματος, έτσι ώστε αυτό να κινείται προς τα πίσω
- ⮡ I put it in reverse.
- Βάζω την όπισθεν.
- ⮡ Come back in reverse.
- Έλα με την όπισθεν.
- ⮡ The car doesn’t go into reverse easily.
- Το αυτοκίνητο δεν παίρνει εύκολα την όπισθεν.
- ⮡ I put it in reverse.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reverse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reverses |
αόριστος | reversed |
παθητική μετοχή | reversed |
ενεργητική μετοχή | reversing |
reverse (en)
- (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω κάτι εντελώς ώστε να είναι το αντίθετο από αυτό που ήταν πριν
- ⮡ I reverse a process.
- Αντιστρέφω μια διαδικασία.
- ⮡ She reversed her ideas.
- Άλλαξε εντελώς ιδέες.
- ⮡ I reverse a process.
- (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω προηγούμενη απόφαση, νόμο κτλ. στο αντίθετο
- ⮡ I reverse a policy.
- Αντιστρέφω/αλλάζω εντελώς μια πολιτική.
- ⮡ I reverse a policy.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- reverse (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- reverse (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- reverse (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 81-82. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιστρέφω