Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

reverse < αγγλονορμανδική reverser < μέση γαλλική reverser < λατινική reverso < re- (ξανά) + verso (στρέφω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɹɪˈvəːs/

  Επίθετο επεξεργασία

reverse (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

reverse (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας reverse
γ΄ ενικό ενεστώτα reverses
αόριστος reversed
παθητική μετοχή reversed
ενεργητική μετοχή reversing

reverse (en)

  1. (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω κάτι εντελώς ώστε να είναι το αντίθετο από αυτό που ήταν πριν
    I reverse a process.
    Αντιστρέφω μια διαδικασία.
    She reversed her ideas.
    Άλλαξε εντελώς ιδέες.
  2. (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω προηγούμενη απόφαση, νόμο κτλ. στο αντίθετο
    I reverse a policy.
    Αντιστρέφω/αλλάζω εντελώς μια πολιτική.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία