Ετυμολογία

επεξεργασία
reverse < αγγλονορμανδική reverser < μέση γαλλική reverser < λατινική reverso < re- (ξανά) + verso (στρέφω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈvəːs/

  Επίθετο

επεξεργασία

reverse (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • αντίστροφος
    ⮡  in reverse order - κατ' αντίστροφη σειρά
    ⮡  reverse phone number lookup - αντίστροφη αναζήτηση αριθμού τηλεφώνου
    ⮡  the reverse side of a piece of cloth - η αντίστροφη πλευρά ενός υφάσματος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη opposite

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reverse (en)

  1. (μόνο ενικός, the reverse) το αντίστροφο από αυτό που μόλις αναφέρθηκε
    ⮡  The reverse also happens, that is, instead of you influencing him, you are influenced by him.
    Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να επηρεάζεσαι από εκείνον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη opposite
  2. (μόνο ενικός, the reverse) η ανάποδη, το πίσω μέρος
    ⮡  the reverse of a coin - η ανάποδη ενός νομίσματος
    ⮡  They wrote on the reverse of the photograph.
    Έγραψαν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας.
     συνώνυμα: the back
  3. (μη μετρήσιμο) η όπισθεν, η θέση που πρέπει να έχει ο μοχλός ταχυτήτων ενός οχήματος, έτσι ώστε αυτό να κινείται προς τα πίσω
    ⮡  I put it in reverse.
    Βάζω την όπισθεν.
    ⮡  Come back in reverse.
    Έλα με την όπισθεν.
    ⮡  The car doesn’t go into reverse easily.
    Το αυτοκίνητο δεν παίρνει εύκολα την όπισθεν.
ενεστώτας reverse
γ΄ ενικό ενεστώτα reverses
αόριστος reversed
παθητική μετοχή reversed
ενεργητική μετοχή reversing

reverse (en)

  1. (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω κάτι εντελώς ώστε να είναι το αντίθετο από αυτό που ήταν πριν
    ⮡  I reverse a process.
    Αντιστρέφω μια διαδικασία.
    ⮡  She reversed her ideas.
    Άλλαξε εντελώς ιδέες.
  2. (μεταβατικό) αντιστρέφω, αλλάζω προηγούμενη απόφαση, νόμο κτλ. στο αντίθετο
    ⮡  I reverse a policy.
    Αντιστρέφω/αλλάζω εντελώς μια πολιτική.

Συγγενικά

επεξεργασία