↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξανάστροφη οι ξανάστροφες
      γενική της ξανάστροφης των ξανάστροφων
    αιτιατική την ξανάστροφη τις ξανάστροφες
     κλητική ξανάστροφη ξανάστροφες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανάστροφη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξανάστροφη θηλυκό

  • χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης στο πρόσωπο κάποιου
θα σου ρίξω μια ξανάστροφη για να μάθεις!

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία