Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαστούκι τα χαστούκια
      γενική του χαστουκιού των χαστουκιών
    αιτιατική το χαστούκι τα χαστούκια
     κλητική χαστούκι χαστούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαστούκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαστούκι, αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως αραβικής προέλευσης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈstu.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαστούκι ουδέτερο

  1. χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη του χεριού
    ※  Ο Νικολής του έδωσε ένα χαστούκι και τον έριξε χάμω. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
  2. (μεταφορικά) λόγος ή πράξη που ταπεινώνει ή εξευτελίζει

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χαστούκι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία