χαστουκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαστουκιά | οι | χαστουκιές |
γενική | της | χαστουκιάς | των | χαστουκιών |
αιτιατική | τη | χαστουκιά | τις | χαστουκιές |
κλητική | χαστουκιά | χαστουκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαστουκιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαστουκιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ράπισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαστουκιά
→ δείτε τη λέξη ράπισμα |