χαστουκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαστουκίζω < χαστούκι
Ρήμα
επεξεργασίαχαστουκίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαστουκίζω | χαστούκιζα | θα χαστουκίζω | να χαστουκίζω | χαστουκίζοντας | |
β' ενικ. | χαστουκίζεις | χαστούκιζες | θα χαστουκίζεις | να χαστουκίζεις | χαστούκιζε | |
γ' ενικ. | χαστουκίζει | χαστούκιζε | θα χαστουκίζει | να χαστουκίζει | ||
α' πληθ. | χαστουκίζουμε | χαστουκίζαμε | θα χαστουκίζουμε | να χαστουκίζουμε | ||
β' πληθ. | χαστουκίζετε | χαστουκίζατε | θα χαστουκίζετε | να χαστουκίζετε | χαστουκίζετε | |
γ' πληθ. | χαστουκίζουν(ε) | χαστούκιζαν χαστουκίζαν(ε) |
θα χαστουκίζουν(ε) | να χαστουκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαστούκισα | θα χαστουκίσω | να χαστουκίσω | χαστουκίσει | ||
β' ενικ. | χαστούκισες | θα χαστουκίσεις | να χαστουκίσεις | χαστούκισε | ||
γ' ενικ. | χαστούκισε | θα χαστουκίσει | να χαστουκίσει | |||
α' πληθ. | χαστουκίσαμε | θα χαστουκίσουμε | να χαστουκίσουμε | |||
β' πληθ. | χαστουκίσατε | θα χαστουκίσετε | να χαστουκίσετε | χαστουκίστε | ||
γ' πληθ. | χαστούκισαν χαστουκίσαν(ε) |
θα χαστουκίσουν(ε) | να χαστουκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαστουκίσει | είχα χαστουκίσει | θα έχω χαστουκίσει | να έχω χαστουκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαστουκίσει | είχες χαστουκίσει | θα έχεις χαστουκίσει | να έχεις χαστουκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαστουκίσει | είχε χαστουκίσει | θα έχει χαστουκίσει | να έχει χαστουκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαστουκίσει | είχαμε χαστουκίσει | θα έχουμε χαστουκίσει | να έχουμε χαστουκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαστουκίσει | είχατε χαστουκίσει | θα έχετε χαστουκίσει | να έχετε χαστουκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαστουκίσει | είχαν χαστουκίσει | θα έχουν χαστουκίσει | να έχουν χαστουκίσει |
|