Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαστουκίζω < χαστούκι

  Ρήμα επεξεργασία

χαστουκίζω

  • χτυπώ με την εσωτερική πλευρά της παλάμης μου κάποιον στο μάγουλο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία